Οδηγός αγοράς τηλεόρασης για όλους

 Σίγουρα όσοι μπήκατε στη διαδικασία να ψάξετε τι τηλεόραση να αγοράσετε για να συνδέσετε και να αξιοποιήσετε το PS4 Pro ή το Xbox One X σας, σας έπιασε πονοκέφαλος! LED, OLED ή QLED; HDR 10 ή Dolby Vision; Flat ή Curved; Ακόμα κι αν καταλήξατε όμως κάπου, οι gamers πρέπει να προσέξουμε και κάποια επιπρόσθετα χαρακτηριστικά πριν προβούμε σε αγορά, τα οποία έχουν να κάνουν για παράδειγμα με το Input lag, το Peak Βrightness και το Color gamut. Μη πανικοβάλλεστε όμως, με πολύ απλά λόγια θα τα εξηγήσουμε όλα παρακάτω.  
LED – OLED – QLED
Μη σας μπερδεύουν όλα αυτά το ακρωνύμια. Υπάρχουν μόνο δύο τύποι οθονών. Οι LED και οι OLED. Οι LED τηλεοράσεις είναι στην ουσία LCD panels που χρησιμοποιούν οπίσθιο φωτισμό από LED λαμπτήρες και για να ξεχωρίσουν από τις παλαιότερες LCD (που χρησιμοποιούσαν λαμπτήρες CCFL) ονομάστηκαν απλά LED. Το «QLED» τώρα, είναι ένα μάρκετινγκ τρικ της Samsung για να διαφοροποιήσει τα premium μοντέλα της από τις απλές LED. Το Q είναι παράγωγο της τεχνολογίας quantum dot. Μια πατέντα της εταιρίας την οποία καρπώνεται μόνο η ίδια στις τηλεοράσεις και θα μιλήσουμε γι’ αυτή παρακάτω.
Τόσο τα LED panels όπως και τα OLED, αποτελούνται από διάφορα στρώματα φιλτραρίσματος του φωτός και δημιουργίας χρωματικών συνδυασμών που συνθέτουν το αποτέλεσμα το οποίο καταλήγει στην οθόνη μας. Τα LED panels όμως σε αντίθεση με τα OLED, δεν μπορούν να παράγουν δικό τους φωτισμό. Το φως λοιπόν που χρειάζονται προέρχεται από το Back Light Unit. Μια μονάδα δηλαδή που βρίσκεται πίσω από τα στρώματα φιλτραρίσματος τους φωτός και χρώματος του LED panel και παράγει το φώς. Αυτή αποτελείται από τους λαμπτήρες LED καθώς και από extra στρώματα αντικατοπτρισμού του φωτός. Η διαφορά είναι ότι οι OLED δεν χρειάζονται το Back Light Unit (και τα extra στρώματα αντικατοπτρισμού) γιατί το panel παράγει το δικό του φως.
Στις LED οι λαμπτήρες ανάλογα το που είναι τοποθετημένοι, φωτίζουν από ένα συγκεκριμένο μέρος-περιοχή από pixels στην οθόνη. Οι OLED χάρη στην οργανική τους σύνθεση, μπορούν να γίνουν εξαιρετικά μικρές και λεπτές. Τόσο, που φωτίζουν ένα αυτόνομο pixel. Τα pixels που δεν φωτίζονται μένουν εντελώς απενεργοποιημένα προσφέροντας έτσι το ασύγκριτα απόλυτο μαύρο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επιτρέπει υψηλότερο contrast, πλουσιότερο χρώμα και κατά συνέπεια πιο ρεαλιστική και εκθαμβωτική εικόνα. Οι LED ακόμα και με τη πιο προηγμένη τεχνολογία dimming που ελαχιστοποιεί το φως στις περιοχές που δεν χρειάζεται, δε μπορεί με τίποτα να φτάσει το απόλυτο μαύρο μιας OLED. Σίγουρα ο φωτισμός μας LED είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα έναντι των OLED που όμως ενώ εντυπωσιάζει σε φωτεινά και χρωματιστά πλάνα, χωλαίνει όταν το πλάνο είναι σκοτεινό και μέσα σε αυτό εμφανίζονται φωτεινά αντικείμενα γιατί παρουσιάζεται το φαινόμενο «light bleed». Δηλαδή όταν γύρω από το αντικείμενο διαχέεται το φως σαν «φωτοστέφανο» ή θολούρα. Αυτό δεν συμβαίνει στις OLED γιατί φωτίζονται μόνο τα συγκεκριμένα pixels στα οποία εμφανίζεται το αντικείμενο και όχι η περιοχή.
Παρόλα αυτά όμως τα πλεονεκτήματα, οι OLED δεν φτάνουν με τίποτα τα επίπεδα φωτισμού των LED. Για να το πούμε με αριθμούς, οι LED φτάνουν τα 2.000 nits (μονάδα μέτρησης φωτισμού), ενώ οι OLED τα 800 nits.
Σημαντικό ρόλο ωστόσο παίζει σε τι χώρο έχετε τοποθετήσει την τηλεόρασή σας. Αν ο χώρος είναι φωτεινός, η LED θα δείξει καλύτερα. Αντίθετα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο η OLED θα εντυπωσιάσει περισσότερο. Μεταξύ μας όμως μην έχετε αυταπάτες. Αν δείτε από κοντά να παίζουν δίπλα-δίπλα μια LED και μια OLED, η τελευταία θα σας εντυπωσιάσει περισσότερο. Νομίζω πως η γενική ποιότητα μιας OLED παρά το συγκεκριμένο της μειονέκτημα υπερνικά ακόμα και τα πιο premium LED μοντέλα. Αν βιώσετε την εμπειρία της OLED δύσκολα υπάρχει γυρισμός.
Οι εταιρίες λοιπόν για να αντισταθμίσουν αυτή την ανισότητα αλλά και για να προσφέρουν πιο οικονομικές προτάσεις από τις πανάκριβες OLED, προέβησαν σε διάφορες πατέντες. Μια τέτοια είναι η τεχνολογία quantum dot ή αλλιώς QLED. Η Samsung ανέπτυξε και επένδυσε πολλά χρήματα πάνω σε αυτή την τεχνολογία με σκοπό να την προωθήσει και να την «πουλήσει» σε άλλες εταιρίες κάνοντας την αρχή με μια συμμαχία με τις Κινεζικές TCL και Hisense. Άγνωστες σε εμάς αλλά με αυξανόμενη δημοτικότητα στην αγορά της Αμερικής, καθώς έρχονται σε πολύ οικονομικές γι’ αυτά που προσφέρουν τιμές. Η LG η οποία ήταν μέχρι πρότινος ο αποκλειστικός παίκτης στην κατηγορία OLED έριξε τις απαγορευτικές για τον μέσο καταναλωτή τιμές της, προσφέροντας στην αγορά οικονομικότερα μοντέλα, «προσηλυτίζοντας» παράλληλα κι’ άλλους παίκτες όπως η Sony και η Panasonic που υιοθέτησαν την τεχνολογία της, εφαρμόζοντάς την στα δικά τους Premium μοντέλα. Καθαρά λοιπόν στο εγγύς μέλλον ο πόλεμος που φαίνεται να ξεσπά είναι QLED VS OLED. Τι σημαίνει όμως QLED ;
Οι QLED στην καρδιά τους είναι LCD panels (όπως οι LED) που χρησιμοποιούν ένα φίλτρο από quantum dots. Ένα υλικό δηλαδή νανοτεχνολογίας (μικροσκοπικά σωματίδια) που διαχέει καλύτερα και εντονότερα το φως. Δεν είναι ωστόσο αυτόφωτη όπως η OLED. Χρησιμοποιεί το Backlight Unit για να προσδώσει φωτισμό, όμως αντί για λευκά LED, έχει μπλε. Η ακτίνα από το μπλε φως, όπως είναι γνωστό είναι αρκετά πιο λεπτή μειώνοντας έτσι σημαντικά (χωρίς να το εξαλείφει) το φαινόμενο του light bleed. Τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν έχουν αντίκτυπο στο χρώμα (Color Space) και την φωτεινότητα (Brightness). Το χρώμα αποκτά μεγαλύτερη ακρίβεια, λάμψη, διεύρυνση της παλέτας και καλύτερο κορεσμό, ερχόμενο πολύ κοντά στα επίπεδα της OLED. Παρόλο που η διαφορά είναι αρκετά εμφανής σε σχέση με μια απλή LED, θα χρειαστεί πολύ έμπειρο μάτι για να ξεχωρίσει την διαφορά με μια OLED. Η OLED συνεχίζει να υπερτερεί αλλά λόγο της πολύ μικρής υπεροχής, θα μπορούσε πολύ εύκολα να πει κάποιος ότι οι δυο τεχνολογίες σε αυτό τον τομέα είναι ισόπαλες.
Εκεί όμως που είναι ξεκάθαρη η υπεροχή της QLED (και γενικά των LED) είναι στη φωτεινότητα (Brightness) καθώς επιτυγχάνουν αρκετά υψηλότερο peak brightness από τις OLED. Αυτό πρακτικά μεταφράζεται σε διεύρυνση της χρωματικής παλέτας ανάμεσα στις διαβαθμίσεις των χρωμάτων (κάτι που φαίνεται κυρίως στο HDR περιεχόμενο) τα οποία έχουν άψογο κορεσμό ακόμα και στα πλάνα με πολύ έντονο φωτισμό. Μπορεί η OLED να μην τα καταφέρνει τόσο στα φωτεινά πλάνα όμως το απόλυτο μαύρο που προσφέρει διευρύνει το φάσμα λευκού-μαύρου επιτυγχάνοντας πιο δυναμική και ρεαλιστική εικόνα. Επιπλέον δεν υποφέρει από το light bleed και γι’ αυτό η ευκρίνεια των αντικειμένων που εμφανίζονται είτε σε φωτεινό είτε κυρίως σε σκοτεινό πλάνο είναι πιο ευδιάκριτη και αληθοφανής.
Επίσης πρέπει να διευκρινιστεί ότι το quantum dot δεν είναι η μόνη πατέντα που προσφέρει ανάλογο αποτέλεσμα. Απλά η Samsung το επικοινώνησε καλύτερα κάνοντας το QLED trademark. Ήδη κι’ άλλες εταιρίες έχουν μπει στο παιχνίδι φέροντας τα premium LED μοντέλα τους στα ίδια επίπεδα με αυτά των QLED της Samsung, όπως επί παραδείγματι η LG με το Nano Cell και η Sony με το Triluminos. Όλες αποτελούν προτάσεις στην LED κατηγορία. Είναι δηλαδή σα να λέμε LED με αναβολικά. Υπερτερούν από τις απλές LED και προσεγγίζουν χωρίς όμως να ξεπερνούν τις OLED.
Θα μπορούσε πολύ άνετα η OLED να είναι ο αδιαμφισβήτητος νικητής σε αυτή τη μάχη αν εξαιρέσουμε την τιμή της, όμως όσο αφορά τους gamers, έχει ένα μεγάλο μειονέκτημα που χάνει το παιχνίδι απ’ τα «αποδυτήρια». Αυτό δεν είναι άλλο από το φαινόμενο Image Retention ή όπως είναι ευρέως γνωστό Screen Burn-In. Το φαινόμενο που ταλαιπωρούσε τις Plasma τηλεοράσεις ξαναεπιστρέφει. Το burn-in έχει να κάνει με το προσωρινό ή μόνιμο αποτύπωμα στατικών εικόνων στην οθόνη ύστερα από αρκετή χρήση, ακόμα και μετά από αλλαγή περιεχομένου. Για παράδειγμα η μπάρα ζωής σε ένα παιχνίδι που μένει συνεχόμενα στο ίδιο σημείο ή ο χάρτης ή ο πίνακας που δείχνει το σκορ σε ένα αθλητικό παιχνίδι ή το κοντέρ ταχύτητας σε ένα racing. Αυτό συμβαίνει γιατί τα pixels μένουν ενεργά συνεχόμενα χωρίς να αλλάζουν «καίγοντας» το σημείο. Στις πιο «light» περιπτώσεις (image retention) το αποτύπωμα δεν είναι μόνιμο και μπορεί να φύγει αν αλλάξουμε σε κανάλι χωρίς στατικές εικόνες και την αφήσουμε για καμιά δύο ώρες να παίζει πριν την κλείσουμε. Στις πιο βαριές όμως περιπτώσεις (burn-in) το αποτύπωμα μένει μόνιμα στην οθόνη με τις εταιρίες να ρίχνουν το φταίξιμο στον καταναλωτή για κακή χρήση. Ωστόσο υποστηρίζουν πως με το anti-retention σύστημα που φέρουν όλα τα νέα μοντέλα είναι απίθανο να συμβεί κάτι τέτοιο, όμως αν ρίξουμε μια ματιά στα forums θα δούμε αρκετά παράπονα. Η LG στο επίσημο site της διαβεβαιώνει πως με το anti-retention system που διαθέτουν οι τηλεοράσεις της και με λογική και υπεύθυνη χρήση δεν θα αντιμετωπίσουν ποτέ πρόβλημα. Μάλιστα κάθε εταιρία έχει βγάλει οδηγίες πως πρέπει να φερόμαστε στην OLED για να μην έχουμε προβλήματα και προφανώς να αποποιηθούν της ευθύνης λέγοντάς μας στην ουσία «είχες προειδοποιηθεί». Όπως όμως όλοι γνωρίζουμε οι gamers δεν κάνουμε «λογική» χρήση στις τηλεοράσεις μας. Επιπλέον θεωρώ αστείο να πληρώσει κάποιος 1800€ το φθηνότερο OLED μοντέλο και να πρέπει να της φέρεται με αγάπη και τη γνωστή βρεφική κρέμα, τρέμοντας κάθε φορά το φυλλοκάρδι του. Οι αντίπαλες εταιρίες φυσικά δεν έχασαν την ευκαιρία και εκμεταλλεύτηκαν αυτή την αδυναμία των OLED, διατυμπανίζοντας πως οι LED είναι οι καταλληλότερες τηλεοράσεις για gaming.
Σαφώς αν κάποιος χρησιμοποιεί την τηλεόραση για θέαση ταινιών ή είναι casual gamer που παίζει μόνο λίγες ώρες καθημερινά δεν θα αντιμετωπίσει κάποιο μη αναστρέψιμο πρόβλημα. Διαφορετικά όμως αν παίζει αρκετές ώρες ή έχει συνδεδεμένη την τηλεόρασή του με ένα PC που εκεί έχει ακόμα περισσότερες στατικές εικόνες (μπάρες απ’ τα παράθυρα, γραμμή εργαλείων κλπ) θαρρώ πως δεν αξίζει να πάρει το ρίσκο απ’ τη στιγμή μάλιστα που καλείται να βάλει το χέρι βαθιά στη τσέπη. Τουλάχιστον όχι στην παρούσα χρονική περίοδο που η OLED τεχνολογία είναι σε βρεφικά στάδια. Σίγουρα καμία LED δε μπορεί να φτάσει τη γενική ποιότητα εικόνας μιας OLED ακόμα και αυτές με… αναβολικά (QLED, Nano Cells κλπ). Ωστόσο όλα τα premium LED μοντέλα την προσεγγίζουν και σίγουρα δε θα αφήσουν κανέναν παραπονεμένο. Το αποτέλεσμα που προκύπτει από την ανώτερη φωτεινότητα των LED σε συνδυασμό με το HDR είναι εξίσου ικανό για μοναδικές εμπειρίες θέασης.
HDR10 - HDR10+ - Dolby Vision
Μπορεί η 4K ανάλυση να αποτελεί ήδη το επόμενο βήμα στις τηλεοράσεις, όμως η πραγματική επανάσταση ήρθε με το HDR (High Dynamic Range) κι εμείς βρισκόμαστε ακριβώς στην αυγή αυτή της τεχνολογίας. Το HDR με απλά λόγια επεκτείνει το φάσμα της χρωματικής παλέτας και της αντίθεσης μεταξύ λευκού και μαύρου επιτυγχάνοντας αφάνταστα πιο ρεαλιστική εικόνα.
Παλαιότερα οι τηλεοράσεις δεν μπορούσαν να αποδώσουν το ευρύτερο αυτό φάσμα γιατί η φωτεινότητα, η οποία χρειαζόταν για να κάτι τέτοιο γίνει εφικτό, δεν ξεπερνούσε τα 100 nits. Επιπλέον η χρωματική παλέτα που χρησιμοποιούσαν, γνωστή ως REC 709, είχε περιορισμένη διεύρυνση χρωμάτων που όμως έτσι κι αλλιώς λόγο του peak brightness δεν μας απασχολούσε. Πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει και το HDR όχι μόνο ήρθε για να μείνει αλλά είναι το μέλλον στο οποίο θα δούμε αρκετές εξελίξεις. Σίγουρα έχετε ακούσει διάφορους τύπους HDR. Αυτοί που θα μας απασχολήσουν όμως είναι ουσιαστικά το HDR10 και το Dolby Vision. Στο άμεσο μέλλον βέβαια και σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις στη CES 2018 η βελτιωμένη εκδοχή του HDR10, HDR10+ είναι αυτή που παίρνει τη σκυτάλη από το HDR10 και θα αναμετρηθεί με το Dolby Vision. Η ιδέα πίσω από το HDR ανήκει στην Dolby που την οποία δουλεύει εδώ και μια δεκαετία. Τι διαφορά όμως έχουν;
Όλα έχουν να κάνουν με το bit-depth, το βάθος χρώματος δηλαδή που επιτρέπει μεγαλύτερη απόχρωση τόσο της χρωματικής παλέτας  όσο και της διαβάθμισης μεταξύ λευκού-μαύρου. Οι απλές Full HD τηλεοράσεις και τα Blu-ray players χρησιμοποιούσαν 8-bit color depth (REC 709) που μεταφράζεται σε 16.7 εκατομμύρια χρώματα και 256 επίπεδα φωτεινότητας. Το HDR10 χρησιμοποιεί (εξού και ο αριθμός 10) 10-bit color depth (DCI-P3) που μεταφράζεται σε 1.07 δισεκατομμύρια χρώματα και 1024 επίπεδα φωτεινότητας. Το Dolby Vision χρησιμοποιεί 12-bit color depth (REC 2020) που μεταφράζεται σε 68.7 δισεκατομμύρια χρώματα και 4.096 επίπεδα φωτεινότητας.
Βέβαια αυτά όλα τα «μαθηματικά» είναι στα χαρτιά διότι στην πράξη η πραγματικότητα απέχει πολύ. Αυτό οφείλεται στο ότι η τεχνολογία των panels που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην αγορά δεν είναι ικανή να υποστηρίξει αυτό το άλμα παρόλο που τα «εργαλεία» είναι διαθέσιμα. Το Dolby Vision μπορεί να υποστηρίζει 12-bit video όμως στη αγορά όχι μόνο δεν υπάρχουν 12-bit panels, αλλά θα αργήσουν πάρα πολλά χρόνια ακόμα να δουν το φως. Πριν μπούμε όμως σε λεπτομέρειες ουσιαστικές για το τώρα, ας ρίξουμε μια κλεφτή ματιά στο μέλλον εξηγώντας παράλληλα τι είναι αυτό τα metadata που ακούμε δεξιά κι αριστερά.
Metadata, είναι στην ουσία η πληροφορία που έρχεται με το περιεχόμενο (ταινία, παιχνίδι) και «λέει» στην οθόνη πώς να απεικονίσει το HDR σύμφωνα με τις δυνατότητες της χρωματικής γκάμας και μέγιστης φωτεινότητας που το πάνελ είναι ικανό να αποδώσει. Υπάρχουν δυο είδη. Τα dynamic και τα static. Τα dynamic metadata (Dolby Vision, HDR10+) παρέχουν περισσότερα δεδομένα πληροφορίας συνεχόμενα από σκηνή σε σκηνή ακόμα και από frame σε frame. Στα static metadata (HDR10) από την άλλη η πληροφορία αυτή δεν αποδίδεται από σκηνή σε σκηνή αλλά σε όλο το περιεχόμενο ως μια τιμή. Ο δημιουργός δηλαδή δεν έχει την ευελιξία να κάνει optimize καρέ-καρέ το περιεχόμενο, όπως στα dynamic. Ορίζει μία τιμή για όλο το περιεχόμενο λαμβάνοντας υπόψη του πόσο φωτεινό ή πόσο σκοτεινό είναι στο σύνολο ώστε να αποφασίσει. Static ή dynamic είναι πάρα πολύ χρήσιμα όχι μόνο στα φτηνά HDR μοντέλα τηλεοράσεων αλλά ακόμα και στα πανάκριβα OLED, μιας και η φωτεινότητα των τελευταίων δεν επαρκεί για να τα υποστηρίξει πλήρως. Όπως όλα δείχνουν το νέο ανακοινωθέν στη CES 2018 HDR10+ θα γίνει το νέο στάνταρ που θα αναμετρηθεί με το Dolby Vision, αφού κι’ αυτό θα χρησιμοποιεί dynamic metadata κάνοντας τη μετάβαση από τα static του «απλού» HDR10. Τώρα το ποιες εταιρίες θα υποστηρίξουν τι, είναι κάτι που παίζεται, αφού οι μισές τάσσονται υπέρ του ενός και οι άλλες μισές υπέρ του άλλου. Πόσο και ποιοι θα ωφεληθούν από αυτό; Το τοπίο είναι λίγο ομιχλώδες στη παρούσα φάση. Όσο αφορά τις streaming υπηρεσίες (Netflix, Amazon κλπ) θα είναι οι πρώτες που θα παρέχουν αυτή τη κάλυψη και ήδη έχουν αρχίσει σιγά-σιγά να προσφέρουν περιεχόμενο σε Dolby Vision και HDR10+. Ο θεατής τώρα προκειμένου να το δει στη πράξη θα πρέπει η τηλεόρασή του να είναι συμβατή με τα formats αυτά και να έχει μια αξιοπρεπή VDSL γραμμή. Όσοι αγόρασαν τηλεόραση μέσα στο 2017 (και κάποια μοντέλα του 2016) με HDR10, θα χαρούν να μάθουν ότι η μετάβαση στο HDR10+ θα έρθει με ένα απλό firmware update. Όσοι διαθέτουν τηλεόραση με Dolby Vision επίσης δεν θα αντιμετωπίσουν κανένα πρόβλημα γιατί η συσκευή τους είναι ήδη συμβατή και με το HDR10. Αν όμως η τηλεόρασή τους δεν υποστηρίζει καθόλου Dolby Vision θα «αρκεστούν» στο HDR10+ και μόνο. Αυτό συμβαίνει γιατί το Dolby Vision δεν είναι software update αλλά hardware. Όσο αφορά τώρα τις εξωτερικές πηγές (Blu-ray players, κονσόλες κλπ) τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ακόμα κι αν γίνει firmware update στην τηλεόρασή σας στο HDR10+ ναι μεν θα το απολαύσετε από τις streaming υπηρεσίες αλλά όχι από εξωτερικές πηγές. Τα dynamic metadata (Dolby Vision, HDR10+) λόγο του όγκου της πληροφορίας που κουβαλούν πάνω τους μπορούν να υποστηριχτούν μόνο από το HDMI 2.1 που μόλις ανακοινώθηκε πριν λίγες μέρες στη CES 2018. Όλες οι συσκευές που είναι τώρα στην αγορά έχουν HDMI 2.0. Συσκευές με HDMI 2.1 πολύ απλά δεν υπάρχουν. Η αλλαγή σε αυτό είναι θέμα hardware, όχι software. Μην έχετε ελπίδα δηλαδή ότι η τηλεόραση που έχετε τώρα θα πάει 2.1 με firmware update. Αυτό πάει να πει ότι καμία κονσόλα της τωρινής γενιάς δεν θα δει ούτε το HDR10+ ούτε το Dolby Vision, με εξαίρεση το Xbox One X που διαθέτει ήδη το ειδικό hardware που χρειάζεται ως νεότερο στην αγορά και η Microsoft έχει υποσχεθεί πως θα λάβει σχετική αναβάθμιση λογισμικού στο μέλλον, καθώς και κάποια PC’s που οι ιδιοκτήτες τους θα έχουν βάλει πολύ βαθιά το χέρι στη τσέπη.
Υπάρχει όμως και μια ακόμα σημαντική διαφορά όσον αφορά τις εξωτερικές πηγές ανάμεσα στο HDR10+ και Dolby Vision. Η Dolby σε αντίθεση με το HDMI10+, αναφέρει ότι το Dolby Vision μπορεί να το απολαύσει κάποιος από HDMI 1.4b και μετά. Αυτή βέβαια είναι η μισή αλήθεια. Η Dolby προκειμένου να αρχίσει να «πουλάει» το Dolby Vision και να’ χει από κοντά το «αντίπαλο» HDR10, ανέπτυξε μια πατέντα που ενσωματώνει τα dynamic metadata στο video signal, επιτρέποντας έτσι τον τεράστιο όγκο δεδομένων που κανονικά χρειάζεται να μεταφερθεί από τις HDMI 2.0 θύρες. Ο θεατής ουσιαστικά βιώνει ένα «περίπου» Dolby Vision αποτέλεσμα, αρκετά ικανό όμως ώστε να τονίσει την υπερτερότητα έναντι του ανταγωνισμού και φυσικά να πουλήσει ότι συσκευή φέρει τη σφραγίδα της πριν την έλευση των HDMI 2.1 συσκευών και το ξεκλείδωμα των πραγματικών δυνατοτήτων του format. Για να γίνουμε λίγο πιο σαφείς να πούμε τι προσφέρει η κάθε HDMI έκδοση:
HDMI 1.4 (Απλό Xbox One & PS4, Nintendo Switch, Blu-ray players, Full HD TV’s)
  • 1080p 60hz
  • 4K 30hz
  • ARC (Κανάλι ήχου)
  • Ταχύτητα μεταφοράς δεδομένων: 10.2 Gbps
  • Το HDR δεν υποστηρίζεται
HDMI 2.0 (Xbox One S, PS4 Pro, UHD Blu-ray players, UHD TV’s)
  • 1080p 120hz HDR
  • 4K 60hz HDR
  • 10-bit & 12-bit color
  • Rec. 2020 color space
  • Static metadata HDR
  • 32 κανάλια ήχου
  • Ταχύτητα μεταφοράς δεδομένων: 18 Gbps
HDMI 2.1 (Xbox One X, UHD Blu-ray players & UHD TV’s από 2018 και μετά)
  • 4K 120hz HDR
  • 8K 60hz HDR
  • Variable refresh rate
  • Dynamic metadata HDR
  • eARC (Ενισχυμένο κανάλι ήχου)
  • Ταχύτητα μεταφοράς δεδομένων: 48 Gbps
Όπως λοιπόν αντιλαμβάνεστε ο όγκος που χρειάζονται τα dynamic metadata για να περάσουν μέσω του HDMI απαιτεί να είναι 2.1. Η pass-through επιλογή από 2.0 αποτελεί απλά μια μέθοδο της Dolby για το σήμερα και είναι θέμα firmware update, τόσο της εξωτερικής πηγής όσο και της ίδια της τηλεόρασης για το οποίο η όποια απόφαση για υποστήριξη εξαρτάται από τον εκάστοτε κατασκευαστή.  Σε σχετική ερώτηση σε email η Dolby απαντά: «Το Dolby Vision τεχνικά μπορεί να δρομολογηθεί από οποιοδήποτε εξοπλισμό από HDMI 1.4b και μετά. Ωστόσο η συσκευή πρέπει να έχει την ικανότητα να αναγνωρίσει τις ιδιότητες διαφοροποίησης σε σχέση με το SDR σήμα. Γι’ αυτόν το σκοπό εκδώσαμε ένα software development kit συμβατότητας σε διάφορους κατασκευαστές που το έχουν ήδη χρησιμοποιήσει για να πετύχουν την pass-through συμβατότητα σε επερχόμενες συσκευές τους. Ανάλογη συμβατότητα στις ήδη υπάρχουσες συσκευές είναι πιθανό επίσης να επιτευχθεί αν ο κατασκευαστής συναινέσει.» Η απάντηση αυτή υποδηλώνει ότι το πέρασμα του Dolby Vision στις ήδη υπάρχουσες συσκευές δε θα είναι το ίδιο απλό όπως με το HDR10. Ο κατασκευαστής θα πρέπει να εκδώσει firmware update που να ενεργοποιεί το Dolby Vision pass-through. Δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι κατά πόσο θα διαφέρει σε σχέση με το HDMI 2.1 γιατί πολύ απλά κανείς από το ευρύ κοινό δε το έχει δει στη πράξη. Η λογική όμως λέει (όπως και τα νούμερα) ότι τα πραγματικό dynamic metadata χρειάζονται HDMI 2.1.     
Όλες οι εκδόσεις HDMI είναι backward compatible. Οπότε μη σας πιάνει άγχος και πανικός. Το HDMI 2.1 ναι μεν φέρνει αρκετές βελτιώσεις οι οποίες όμως θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να υλοποιηθούν. Μέσα στο 18 περιμένουμε να θα έρθουν τα πρώτα μοντέλα με HDMI2.1. Επιπλέον ότι συσκευή έχετε τώρα θα «κουμπώνει» και πάνω στο HDMI 2.1 κανονικά. Ασφαλώς στο μέλλον οι εταιρείες θα κάνουν το βήμα αφού μοιραία εκεί κατευθυνόμαστε. Το Dolby Vision είναι μια τεχνολογία ήδη μπροστά από τα τωρινά μοντέλα τηλεοράσεων. Σίγουρα θα το βιώσουμε νωρίτερα από τις streaming υπηρεσίες και τις pass-through πατέντες, ωστόσο αυτό που θα δούμε είναι απλά η κορυφή του παγόβουνου. Η αξιοποίηση προφανώς και θα γίνει με την έλευση συσκευών με HDMI 2.1 θύρες. Πότε; Κανείς ακόμα δε ξέρει. Απλά καθόμαστε αναπαυτικά και περιμένουμε τις εξελίξεις.
Να επιστρέψουμε όμως στο σήμερα να δούμε τι παίζεται και τι επιλογές έχουμε. Το κυρίαρχο format αυτή τη στιγμή στην αγορά είναι το HDR10 το οποίο είναι open source. Αυτό σημαίνει ότι ο διαχειριστής του περιεχομένου (σκηνοθέτης ταινίας ή game developer) μπορεί να επέμβει ορίζοντας ο ίδιος όπως επιθυμεί την τιμή στο εύρος χρώματος ή φωτεινότητας. Επιπλέον δε χρειάζεται να πληρώσει πουθενά royalties. Η Dolby από την άλλη προκειμένου να δώσει τη σφραγίδα του Dolby Vision θα πρέπει ο διαχειριστής όχι μόνο να πληρώσει την άδεια, αλλά η δουλειά του να εκπληρώνει και τα ποιοτικά στάνταρ που ορίζει το Dolby Vision. Μπορεί οι δυνατότητες του Dolby Vision να είναι στα σπάργανα και να μην αξιοποιείται, όμως η διαφορά ακόμα κι έτσι (σε streaming πάντα υπηρεσίες) είναι εμφανής.
Share on Google Plus

About OMAΔΑ UNWIRED

    Blogger Comment
    Facebook Comment